- επιπέδωση
- ηο σχηματισμός επίπεδης επιφάνειας, η ισοπέδωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιπέδωση — η (Α ἐπιπέδωσις) [επιπεδούμαι] σχηματισμός επίπεδης, ομαλής επιφάνειας, ισοπέδωση … Dictionary of Greek
θεοδόλιχος — Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν… … Dictionary of Greek
ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λίστρο — το (Α λίστρον) νεοελλ. κάθε εργαλείο για λείανση επιφανειών αρχ. σιδερένιο φτυάρι χρήσιμο για εξομάλυνση ή επιπέδωση τού εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λέξη, που δηλώνει όργανο με κατάλ. τρον (πρβλ. άρο τρον, ζεύσ τρον), πιθ. < *λίτ τρον… … Dictionary of Greek
πλατυποδία — Παθολογική κατάσταση του ποδιού. Bλ. λ. πόδι. * * * η, Ν 1. η ιδιότητα τού πλατύποδα 2. ιατρ. συγγενής ή επίκτητη επιπέδωση τής επιμήκους ποδικής καμάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. platypodia (< πλατυ * + ποδία < πούς, ποδός)] … Dictionary of Greek